- ὄξυσμα
- ὄξυσμα, ατος, τό, in pl.,A sharpening of tools, IG11(2).158 A83, al. (Delos, iii B. C.) ; cf. ὄξυντρα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
όξυσμα — ὄξυσμα, τὸ (Α) [οξύνω] επιγρ. στον πληθ. τὰ ὀξύσματα το τρόχισμα τών εργαλείων … Dictionary of Greek